- πανσές
- (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα πολυετής, πολυανθής, με φύλλα ωοειδή και προμήκη και παράφυλλα πτεροσχιδή.
Ο π., ένα από τα ωραιότερα καλλωπιστικά φυτά, παρουσιάζει πλούσια ανοιξιάτικη ανθοφορία· υπάρχει πληθώρα ποικιλιών που διακρίνονται κυρίως από το χρώμα των ανθέων, που μπορεί να είναι μονόχρωμα: λευκά, μπλε, κόκκινα, κίτρινα κ.ά. ή ποικιλόχρωμα, καθώς επίσης και από το μέγεθος: μεγανθής, μικρανθής, γίγας. Ευδοκιμεί στα πλούσια εδάφη και σε ηλιόλουστα σημεία. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο, μεταφυτεύεται στα παρτέρια, σε αποστάσεις 20-30 εκ., και ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Για να εξασφαλίζεται άφθονη και παρατεταμένη ανθοφορία, τα άνθη που παρακμάζουν κόβονται πριν δέσουν σπόρους. Στους κήπους φυτεύεται σε συμπαγείς, ομοιόχρωμες ομάδες ή σε παρτέρια μέσα στη χλόη ή σε ανθισμένες μπορντούρες και πετρόκηπους· φυτεύεται επίσης σε γλάστρες.
Τύπος άγριου πανσέ με μακριά ωοειδή φύλλα γεμάτα σπόρους.
Οι πανσέδες φυτεύονται στους κήπους συνήθως σε συμπαγές ομάδες (φωτ. Όλγα Κοντονή).
Πανσέδες, από τα ωραιότερα καλλωπιστικά φυτά (φωτ. Όλγα Κοντονή).
* * *οβοτ. α) κοινή ονομασία μιας ομάδας ειδών, ποικιλιών και υβριδίων ποωδών φυτών τού γένους βιόλα, που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και τών οποίων πρόγονος είναι το είδος Βιόλα η τρίχρωμη, ο άγριος πανσές ή πανσές τών λιβαδιώνβ) το άνθος τών φυτών αυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pensee «σκέψη, ενθύμηση», λόγω τού ότι το συγκεκριμένο άνθος έχει θεωρηθεί ως σύμβολο τών ευχάριστων αναμνήσεων].
Dictionary of Greek. 2013.